κυτίο

κυτίο
το
κουτί, μικρό κιβώτιο, μικρή φορητή θήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύτος. Η λ., στον λόγιο τ. κυτίον, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ιμαλιά — Μυθολογικό πρόσωπο. Η Ι. ήταν μία από τις Τελχίνιες νύμφες, την οποία λάτρευαν στην Ιαλυσό της Ρόδου. Ο Δίας γονιμοποίησε την Ι., που γέννησε τον Σπαρταίο, τον Κρόνιο και τον Κύτο ή Κύτιο. * * * ἱμαλιά, ἡ (Α) η άχνη από το αλεύρι κατά το άλεσμα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”